πέργουλος

English (LSJ)

ὁ, a small bird (Argive(?)), Hsch. πέργουν· πρέσβεις, Id. πέρδησις, f.l. for πράδησις (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

πέργουλος: ὁ, «ὀρνιθάριον (ἄγριον. Λάκωνες)» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σπέργουλος.

Frisk Etymological English

See also: s. σποργίλος