πέστροφα

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία δύο ειδών σολομονοειδών ψαριών της οικογένειας salmonidae, που αναπαράγονται σε ψυχρά και καλά οξυγονούμενα νερά, κυρίως τών ποταμών και ρυακιών του βόρειου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλγ. pŭstŭrva «πιτσιλωτή, παρδαλή», με παρετυμολογική επίδραση του ρ. επιστρέφω].