πήξιμο

Greek Monolingual

το, Ν
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πήζω, το πάγωμα, η μεταβολή υγρού σε στερεό
2. μτφ. α) συνωστισμός
β) κυκλοφοριακή συμφόρηση
γ) υπερβολικός εργασιακός φόρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ- του αορ. έ-πηξ-α του πήζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξιμο)].