συνωστισμός
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
ο, Ν συνωστίζομαι
1. συνώθηση μέσα σε πλήθος κόσμου, στρύμωγμα
2. συνεκδ. πυκνή συγκέντρωση ατόμων που σπρώχνονται ή στρυμώχνονται αμοιβαία, πυκνό πλήθος.