Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὁ, = παῖγμα (play, sport), Sch. Il. 21.575.
[Seite 438] ὁ, Scherz, Spiel, Schol. Il. 21, 575.
παιγμός: ὁ, = παιγνία, παιδιά, παίγνιον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 575.
παιγμός, ὁ (Α)εμπαιγμός, σκώμμα, λογοπαίγνιο, πείραγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παιγ- του παίζω (πρβλ. πέπαιγμαι) + κατάλ. -μός].