παῖγμα
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
-ατος, τό,
A play, sport, λωτὸς ὅταν… παίγματα βρέμῃ whene'er the pipe sounds its sportive strains, E.Ba.161(lyr.); Λύδια π. λύρας Lyr.Alex.Adesp.37.15.
II 'child's play', τὸ τοιοῦτο π. τῶν λόγων Polystr.p.28 W.
German (Pape)
[Seite 438] τό, Spiel, Scherz, ἱερὰ παίγματα, Eur. Bacch. 160.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jeu.
Étymologie: παίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παῖγμα -ατος, τό [παίζω] spel.
Russian (Dvoretsky)
παῖγμα: ατος τό игра (ἱερὰ παίγματα βρέμειν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
παῖγμα: τό, παίγνιον, παιδιά, διασκέδασις, λωτὸς ὅταν εὐκέλαδος παίγματα βρέμῃ, ὅταν ὁ αὐλὸς παίζῃ τοὺς παιγνιώδεις ἤχους του, Εὐρ. Βάκχ. 161.
Greek Monolingual
παῖγμα, -ατος, τὸ (Α)
1. παιχνίδι, διασκέδαση
2. αστεϊσμός, πείραγμα
3. φρ. «παῖγμα τῶν λόγων» — λογοπαίγνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παιγ- του παίζω (πρβλ. πέπαιγμα) + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
παῖγμα: τό (παίζω), παιχνίδι, διασκέδαση, διασκεδαστική δοκιμασία, σε Ευρ.