παιγνιόχαρτο

Greek Monolingual

το
φύλλο από λεπτό χαρτόνι ορθογώνιου σχήματος, το οποίο έχει στη μία όψη του έγχρωμη παράσταση με διακριτικά σύμβολα και αριθμούς ή μόνο τα σύμβολα με αριθμούς και το οποίο χρησιμοποιείται στο χαρτοπαίγνιο, αλλ. χαρτί της τράπουλας, χαρτί, τραπουλόχαρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παίγνιο + χαρτί. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].