παιδιακός

English (LSJ)

παιδιακή, παιδιακόν, of children, ἐπίκρισις PSI 5.450.69 (ii/iii A. D.).

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α πιθ. γρφ. παιδιακός, -ή, -όν)
ο σχετικός με παιδί, παιδικός, αθώος («κι εκείνη η αγάπη η παιδιακή, που 'χα γι' αυτήν, η αθώα», Κρυστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδίον + κατάλ. -ακός (πρβλ. νηπιακός)].