παλάγκο
Greek Monolingual
το, και παλάγκος και μπαλάγκος, ο
1. ναυτ. βαρούλκο, πολύσπαστο
2. φρ. «σότο παλάγκο» — όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ο παραλήπτης του φορτίου είναι υποχρεωμένος, αφού ειδοποιηθεί, να παραλάβει έγκαιρα το εμπόρευμα που ξεφορτώνεται στην πλευρά του πλοίου με βαρούλκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palanco < λατ. phalangae < φάλαγξ.