σότο

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

και σόττο Ν
επίρρ.
1. κάτω, από κάτω
2. χαμηλά, σε χαμηλή θέση
3. φρ. α) «σότο βότσε» με χαμηλή φωνή
β) «σότο βέντο»
ναυτ. απάνεμα, υπήνεμα
γ) «σότο παλάνγκο»
ναυτ. διεθνής όρος σε ναυλοσύμφωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο παραλήπτης του φορτίου είναι υποχρεωμένος να παραλάβει το φορτίο καθώς αυτό εκφορτώνεται στην πλευρά του πλοίου
δ) «σότο (α)λά πρίμα»
ναυτ. το πρώτο χαρτί που κερδίζει στο παιχνίδι πασέτα·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sotto «κάτω, χαμηλά» (< λατ. subtus). Οι φρ. προέρχονται από τις αντίστοιχες ιταλ. που σχηματίζονται από: sotto + voce «φωνή», sotto + vento «αέρας», sotto + palanco «βαρούλκο»].