παλίλληπτος
English (LSJ)
gloss on παλινάγρετος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 448] wieder zurückgenommen, VLL. Erkl. von παλινάγρετος.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίλληπτος: -ον, εἰς τοὐπίσω ληπτός, ὃν δύναταί τι νὰ ἀνακαλέσῃ, Ἡσύχ. ἐν λ. παλινάγρετος.
Greek Monolingual
παλίλληπτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανακαλέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ληπτός (< λαμβάνω)].