Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
παλιατζής, ο, θηλ. παλιατζούαυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά του επιθ. παλιός + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφετζής)].