παλινορθώνω

Greek Monolingual

1. επαναφέρω κάτι στην αρχική του θέση
2. ξαναφέρνω κάποιον στην εξουσία από την οποία είχε εκπέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ορθώνω].