παλιντυπής

English (LSJ)

παλιντυπές, beaten back, neut. as adverb, A.R. 3.1254.

German (Pape)

[Seite 451] ές, zurückgeschlagen, Ap. Rh. 3, 1254.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντῠπής: -ές, ὁ ὀπίσω κτυπηθείς, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1254.

Greek Monolingual

παλιντυπής, -ές (Α)
1. αυτός που χτυπήθηκε από πίσω
2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιντυπές
με χτύπημα από πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυπής (< τύπτω), πρβλ. αντιτυπής].