αντιτυπής

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

ἀντιτυπής, -ές (Α) αντιτύπτω
1. αυτός που απωθεί, που αντικρούει κάτι
2. σκληρός, τραχύς.