παλιντυχής
English (LSJ)
παλιντυχές, with a reverse of fortune, τριβὰ βίου A.Ag.464 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont la fortune a subi des vicissitudes, infortuné.
Étymologie: πάλιν, τύχη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιντυχής -ές [πάλιν, τύχη] met een ommekeer van het lot, ongelukkig.
German (Pape)
τριβὰ βίου, ein entgegengesetztes Geschick bringend, unglücklich, Aesch. Ag. 452, Gegensatz τυχηρός.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιντῠχής: полный превратностей, несчастный (τριβὰ βίου Aesch.).
Greek Monolingual
παλιντυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ευτυχής].
Greek Monotonic
πᾰλιντῠχής: -ές (τύχη), αυτός που έχει αντίθετη τύχη, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιντῠχής: -ές, ἔχων ἐναντίαν τὴν τύχην, δυστυχής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 464.