παμψηφία

Greek Monolingual

η
(σε ψηφοφορία) η συγκέντρωση όλων τών ψήφων, η παροχή του συνόλου τών ψήφων υπέρ ενός προσώπου ή θέματος («η απόφαση ελήφθη με παμψηφία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ψηφία (< -ψήφος < ψήφος), πρβλ. πλειο-ψηφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Χ. Παμπούκη].