παμῶχος
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πᾱμῶχος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ κύριος» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, κατέχω κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει παμωχίων = κεκτημένος.
Greek Monolingual
παμῶχος, ὁ (Α)
κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶμα «κτήμα» + -οχος (< ἔχω)].