πανάριστος

English (LSJ)

[ᾰρ], ον (fem. -αρίστη IG12(7).296 (Amorgos)), best of all, Hes. Op. 293, Phld.Rh. 2.198 S., AP11.394, Luc.Fug. 30.

German (Pape)

[Seite 457] ganz, vollkommen der Beste; Hes. O. 291; sp. D., wie Lucill. 72 (XI, 394); Maneth. 4, 570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait supérieur, supérieur en tout ; supérieur à tous.
Étymologie: πᾶν, ἄριστος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανάριστος -ον [πᾶς, ἄριστος] allerbeste, ook iron.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνάριστος: (ᾰρ) превосходнейший, отличнейший Hes., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάριστος: -ον, ὁ πάντων ἄριστος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 291, Ἀνθ. Π. 11. 394, Λυκόφρ., κλ.

Greek Monolingual

πανάριστος, -ον, θηλ. και παναρίστη (ΑΜ)
ο πιο καλός από όλους, ο άριστος, ο εκλεκτότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄριστος].

Greek Monotonic

πᾰνάριστος: -ον, καλύτερος από όλους, σε Ησίοδ., Ανθ.

Middle Liddell

πᾰν-άριστος, ον,
best of all, Hes., Anth.