πανάφυκτος

English (LSJ)

πανάφυκτον, all-inevitable, βρόχος AP9.396 (Paul. Sil.); ζεῦγμα IG3.1339.

German (Pape)

[Seite 457] ganz u. gar nicht zu entfliehen, βρόχος, unentrinnbar, Paul. Sil. 72 (IX, 396).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'où l'on ne peut s'échapper ; tout à fait inévitable.
Étymologie: πᾶν, ἄφυκτος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνάφυκτος: (ᾰφ) совершенно неизбежный, неминуемый (βρόχος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάφυκτος: -ον, ὅλως ἄφευκτος, βρόχος Ἀνθ. Π. 9. 396, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 145.

Greek Monolingual

πανάφυκτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) εντελώς αναπόφευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄφυκτος «αναπόφευκτος»].

Greek Monotonic

πᾰνάφυκτος: -ον, αναπόφευκτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πᾰν-άφυκτος, ον,
all-inevitable, Anth.