ἄφευκτος
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ἄφευκτον, fixed, fast, of gilding or silvering, Zos.Alch.p.157 B.: —hence ἀφευκτότης, ητος, ἡ, incapacity for sublimation, Olymp. Alch.p.77 B., and ἀφευξία, ἡ, ibid.
Spanish (DGE)
-ον
I 1ineludible πότμον ἄφευκτον SEG 30.1480.4 (Frigia, imper.), ἀνάγκη IG 14.803.7 (Neápolis II d.C.), cf. Heph.Astr.2.11.64, Et.Gen.1497.
2 que no se va, fijo μέλανσις de una pátina, Zos.Alch.157.16.
3 alquim. que no se volatiliza o sublima φευκτῶν καὶ ἀφεύκτων Olymp.Alch.77.
II adv. ἀφεύκτως fijamente, con seguridad ἀ. διὰ παντὸς ἕξομεν LXX 3Ma.7.9; cf. ἄφυκτος.
German (Pape)
[Seite 409] unentrinnbar, unvermeidlich, Philem. Comp. Men. et Phil. p. 361 Plut. Lys. 29.
Russian (Dvoretsky)
ἄφευκτος: неизбежный, неминуемый (τὸ πεπρωμένον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄφευκτος: ἴδε ἄφυκτος ἐν τέλει.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφευκτος, -ον) φευκτός
αναπόφευκτος.