πανάχραντος

German (Pape)

[Seite 457] ganz unbefleckt, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάχραντος: -ον, ὅλως ἀκηλίδωτος, ἀμόλυντος, ἄμωμος, ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Θεόδ. Ἀγκ. 1393Β, Μόδεστ. 3288Β, Ἰωάν. Μόσχ. 3052 Α, Ἀναστ. Σιν. 272 Α, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ πανάχραντος, -ον)
1. εντελώς ακηλίδωτος, τελείως αμόλυντος, άσπιλος
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Πανάχραντος
μία από τις συνηθέστερες προσωνυμίες της Θεοτόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄχραντος.