αμόλυντος

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμόλυντος, -ον) μολύνω
(με ηθική σημασία) αμίαντος, ακηλίδωτος, καθαρός, άσπιλος, αγνός
νεοελλ.
αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια).