παναίσυλος

English (LSJ)

παναίσυλον, all-impious, Hsch. (-αίγ- cod.).

German (Pape)

[Seite 456] ganz frevelhaft, Hesych., wo falsch παναίγυλος steht.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναίσῠλος: -ον, «παγκάκουργος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

παναίσυλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παγκάκουργος», εντελώς ασεβής, ασεβέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἴσυλος «κακούργος, εγκληματίας»].