παννέφελος

English (LSJ)

παννέφελον, all-cloudy, Orph.H.19.4.

German (Pape)

[Seite 460] ganz wolkig, Orph. H. 18, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παννέφελος: oν, ὅλος κατακεκαλυμμένος ὑπὸ νεφελῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 18. 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
καλυμμένος ολόκληρος από σύννεφα, εντελώς συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολύνέφελος].