[Seite 461] ἡ, das Alles Beschwören, Sp.
πανορκία: ἡ, ἑτοιμότης πρὸς πάντα ὅρκον, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 228D.
ἡ, Αη ετοιμότητα για κάθε όρκο» το να ορκίζεται κανείς σε καθετί.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ορκία (< -ορκος < ὅρκος), πρβλ. ψευδορκία].