παντοδαπῇ
English (LSJ)
Adv. in every direction, Arist.PA660a24.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντοδαπός + επιρρμ. κατάλ. -ῇ (πρβλ. ησυχή)].
Adv. in every direction, Arist.PA660a24.
Α
επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντοδαπός + επιρρμ. κατάλ. -ῇ (πρβλ. ησυχή)].