-ή, -όαυτός που υπάρχει πάντοτε, αιώνιος, μόνιμος, διαρκής («και μια πληγή παντοτινή στα σωθικά μου 'φηκες», Ερωτόκρ.). επίρρ...παντοτινώς και -άπάντοτε, διαρκώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντοτε + κατάλ. -ινός (πρβλ. σημερινός)].