πανωνία

English (LSJ)

ἡ, general sale of wares, Zos.2.38.

German (Pape)

[Seite 466] ἡ, Verkauf von allerlei Waaren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνωνία: ἡ, ἀγορὰ ἢ πώλησις πραγμάτων παντὸς εἴδους, Ζώσιμ. 2, 38.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πώληση ή αγορά κάθε είδους πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισωνία].