παπαγάλος

Greek Monolingual

ο
1. ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών ζωηρόχρωμων θορυβωδών διακοσμητικών πτηνών που αποτελούν την τάξη ψιττακόμορφα, η οποία έχει μία μόνον οικογένεια, τους ψιττακίδες, με 300 περίπου είδη, που απαντούν σε όλες τις τροπικές και υποτροπικές ζώνες της Γης
2. μτφ. εκείνος που παπαγαλίζει, που επαναλαμβάνει μηχανικά ό,τι λένε οι άλλοι, αυτός που απομνημονεύει χωρίς να κατανοεί, που αποστηθίζει
3. τεχνολ. κοινή ονομασία ενός είδους πένσας που έχει σχήμα ράμφους παπαγάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pappa-gallo (πιθ. κατ' επίδραση του ισπ. gallo «πετεινός» < λατ. gallus)].