παρίπταμαι

English (LSJ)

= παραπέτομαι, Diog.Oen.25, Aesop.140.

German (Pape)

[Seite 523] (s. ἵπταμαι), bei späteren Schriftstellern Nebenform von παραπέτομαι, vorbeifliegen, ἢν μυῖα παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); auch = übertreffen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

παρίπταμαι: пролетать мимо Anth.

Greek (Liddell-Scott)

παρίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ παραπέτομαι, Μελέαγρ. 41, Φιλόστρ. 739, κλ.

Greek Monolingual

Α
παραπέτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵπταμαι «πετώ»].