παραβόλαιον

Greek Monolingual

τὸ, Μ
1. παρυφή ιματίου, ούγια
2. περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραβολ- του παραβάλλω (πρβλ. παραβολή) + κατάλ. -αιον].