παραθάλλω

English (LSJ)

pf. -τέθηλα, grow beside, Ἀλφειῷ cj. for περιτεθ- in Philostr.Im.2.6.

Greek Monolingual

Α
αυξάνομαι, μεγαλώνω κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θάλλω «βλαστάνω, ανθώ»].