παραθεώρησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, comparative examination, Plu.2.820a.

German (Pape)

[Seite 479] ἡ, das Betrachten (neben etwas Anderm), Plut. reip. ger. praec. 27.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'observer à côté de.
Étymologie: παραθεωρέω.

Russian (Dvoretsky)

παραθεώρησις: εως ἡ сравнительное рассмотрение, сопоставление (τῶν πεπραγμένων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παραθεώρησις: -εως, ἡ συγκριτικὴ ἐξέτασις, Πλούτ. 2. 820Α.

Greek Monolingual

ἡ, Α παραθεωρώ
συγκριτική εξέταση.