παραθεωρέω
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
A examine a thing beside another, compare, πρὸς τοὺς ἄλλους ἐμαυτόν X.Mem.4.8.7; τινά τινι Luc.Herod.8, cf. Pr.Im.7, D.61.45, Plu.2.33a.
2 keep in mind, take into account, ποσαχῶς… Epicur.Ep.1p.29U.; τοὺς πολιτικοὺς καιρούς Phld.Rh.1.373 S.
II take slight notice of, overlook, D.H.Is.18, etc.:—Pass., Sammelb.1161.38 (i B. C.), Act.Ap.6.1.
German (Pape)
[Seite 479] Etwas neben etwas Anderm betrachten, τί πρός τι, im Vergleich mit Etwas, καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους παραθεωρῶν ἐμαυτόν, Xen. Mem. 4, 8, 7, wie Sp., z. B. D. Cass. 56, 36; τί τινι, Luc.; – übersehen, vernachlässigen, verachten, D. Hal. de Isae. 18 u. N.T.
French (Bailly abrégé)
παραθεωρῶ :
regarder à côté de, mettre en regard : τινα πρός τινα, τινά τινι mettre une personne en regard d'une autre ; τι comparer qch;
NT: négliger, délaisser ; oublier.
Étymologie: παρά, θεωρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-θεωρέω vergelijken:. πρὸς τοὺς ἄλλους παραθεωρῶν ἐμαυτόν mezelf met de anderen vergelijkend Xen. Mem. 4.8.7; ἢν... Μίλωνι παραθεωρῆτέ με als jullie mij met Milo vergelijken Luc. 62.8. over het hoofd zien, achterstellen:. παρεθεωροῦντο... αἱ χῆραι αὐτῶν hun weduwen werden achtergesteld NT Act. Ap. 6.1.
Russian (Dvoretsky)
παραθεωρέω:
1 рассматривать совместно, сопоставлять, сравнивать (τινα πρός τινα Xen.; τινά τινι Luc.);
2 рассматривать попутно или вскользь (τι Plut.);
3 смотреть сквозь пальцы, пренебрегать (τι Dem.); pass. быть пренебрегаемым NT.
English (Strong)
from παρά and θεωρέω; to overlook or disregard: neglect.
English (Thayer)
παραθεώρω: imperfect passive 3rd person plural παρεθεωροῦντο;
1. (παρά equivalent to by the side of (see παρά, IV:1)) to examine things placed beside each other, to compare (Xenophon, Plutarch, Lucian).
2. (παρά equivalent to over, beyond (Latin praeter; see παρά, IV:2)) to overlook, neglect: Demosthenes, p. 1414,22; Diodorus, Dionysius Halicarnassus, others).
Greek Monotonic
παραθεωρέω: μέλ. -ήσω·
I. εξετάζω κάτι βάζοντάς το δίπλα σε κάτι άλλο, συγκρίνω, τινά προς τινα, σε Ξεν.
II. βλέπω επιπόλαια κάτι, παραβλέπω, παραμελώ, διέρχομαι βιαστικά, σε Δημ. — Παθ., σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
παραθεωρέω: ἐξετάζω τι πλησίον ἑτέρου, παραβάλλω, συγκρίνω, τινα πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 7· τινά τινι Λουκ. Ἡρόδοτ. 8. 1. 2) θεωρῶ ἐν παρόδῳ, Πλούτ. 2. 33Α, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 7. ΙΙ. θεωρῶ τι ἐπιπολαίως, ὀλίγον ἐξετάζω, παραβλέπω, παραμελῶ, Δημ. 1414. 22, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 18, κτλ.· - Παθ., Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 1.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to examine a thing beside another, compare, τινὰ πρός τινα Xen.
II. to look slightly at, overlook, neglect, Dem.:—Pass., NTest.
Chinese
原文音譯:paraqewršw 爬拉-他哦雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在旁-安置 看見
字義溯源:忽略,忽視,疏忽;由(παρά)*=旁,出於)與(θεωρέω)=在觀看)組成;而 (θεωρέω)出自(θεάομαι)*=察看)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 忽略了(1) 徒6:1