και παρεθύρι, το / παραθύριον, ΝΜπαράθυρομσν.μικρή πλαϊνή θύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραθύρι < παραθύρ-ιον, υποκορ. του παραθύρα «πλάγια πόρτα»].