παραινέτης
English (LSJ)
παραινέτου, ὁ, = παραινετήρ (encourager, adviser) ; παραινέτης γυναικῶν seducer, Vett.Val. 44.25.
German (Pape)
[Seite 479] ὁ, Ermunterer, Ratgeber, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραινέτης: -ου, ὁ, ὁ παραινῶν, συμβουλεύων, προτρέπων, Εὐστ. Πονημάτ. 242. 57· παραινετήρ, ῆρος, Ἀθήν. 14Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ παραινώ
1. άτομο που διδάσκει και διαφωτίζει σχετικά με αυτό που πρέπει να γίνει, σύμβουλος, νουθετητής, συμβουλάτορας
2. αυτός που εμψυχώνει, που ενθαρρύνει
αρχ.
φρ. «παραινέτης γυναικῶν»
μτφ. αυτός που πείθει, που σαγηνεύει τις γυναίκες (Βεττ.).