παραινώ

Greek Monolingual

παραινῶ, -έω, ΝΜΑ
1. προτρέπω, παρακινώ
2. συμβουλεύω, νουθετώ
αρχ.
1. δίνω συμβουλές δημόσια
2. φρ. «οὐ παραινῶ» — συμβουλεύω να μην..., αποτρέπω («οὐ παραινῶ προθύμως πολεμεῖν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + αἰνῶ «συγκατανεύω» (< αἶνος)].