παραιωρώ

Greek Monolingual

-έω, Α
1. κρεμώ, αναρτώ κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («Μαρσύαο... δέρμα παρῃώρησε φυτῷ», Νόνν.)
2. (μέσ.-παθ.) παραιωροῦμαι, -έομαι
α) κρέμομαι, αναρτώμαι κοντά σε κάτι
β) (για πρόσ.) βρίσκομαι σε κίνδυνο και προσπαθώ να κρεμαστώ από κάτι για να σωθώ
γ) ασκούμαι με υπομονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ)α)- + αἰωρῶ «κρεμώ»].