παρακόρη

Greek Monolingual

η
1. θετή κόρη, ψυχοκόρη
2. νεαρή κόρη που βοηθά τη νοικοκυρά στις δουλειές του σπιτιού και κατοικεί μέσα στο σπίτι, υπηρέτρια.