παραληρηματικός

Greek Monolingual

-ή, -ό παραλήρημα
1. παραληρητικός
2. φρ. «παραληρηματική ιδέα»
ιατρ. εσφαλμένη ιδέα σε έκδηλη αντίθεση με την πραγματικότητα η οποία, εν τούτοις, αποτελεί πεποίθηση για εκείνον που τήν εκφράζει.