παραπέρα

Greek Monolingual

επίρρ.
1. τοπ. πιο πέρα, πιο κάτω
2. (χρονικό) αργότερα, στο μέλλον («τα παραπέρα» — όσα πρόκειται να ακολουθήσουν, τα μετέπειτα, τα περαιτέρω).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πέρα.