επίρρ.1. τοπ. πιο πέρα, πιο κάτω2. (χρονικό) αργότερα, στο μέλλον («τα παραπέρα» — όσα πρόκειται να ακολουθήσουν, τα μετέπειτα, τα περαιτέρω).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πέρα.