παραπειράομαι

English (LSJ)

make trial of one, so as to ascertain his will, π. Διός, εἰ… Pi.O.8.3.

German (Pape)

[Seite 493] einen leichten Versuch machen, Διός, Pind. Ol. 8, 3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πειράομαι ondervragen, met gen.

Russian (Dvoretsky)

παραπειράομαι: подвергать испытанию, испытывать (Διὸς ἀργικεραύνου Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

παραπειράομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀποθ., ἀποπειρῶμαι, δοκιμάζω τινὰ ὅπως βεβαιωθῶ περὶ τοῦ θελήματος αὐτοῦ, π. Διός, εἰ .. Πινδ. Ο. 8. 4.

English (Slater)

παραπειράομαι make test of c. gen., Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι (O. 8.3)