παραπνοή

English (LSJ)

ἡ, passage, opening, τῷ ὕδατι Hp.Nat.Puer.25, cf. Gp. 10.56.6.

German (Pape)

[Seite 495] ἡ, das Wehen oder Athmen daneben, durch eine Öffnung an der Seite, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παραπνοή: ἡ, μέρος ὅθεν δύναται νὰ διέλθῃ ἀήρ, Ἱππ. 244. 17, Γεωπ. 10. 56, 6.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ παραπνέω
οπή από όπου μπορεί να διέλθει αέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπνοή -ῆς, ἡ [παραπνέω] doorgang, opening.