παραπνέω

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπνέω Medium diacritics: παραπνέω Low diacritics: παραπνέω Capitals: ΠΑΡΑΠΝΕΩ
Transliteration A: parapnéō Transliteration B: parapneō Transliteration C: parapneo Beta Code: parapne/w

English (LSJ)

A blow beside, escape by a sideway, of the winds confined by Aeolus, Od.10.24; blow beside or next to, c. acc., ὁ Ἀπηλιώτης ἔχει παραπνέοντας αὐτὸν τὸν Εὖρον καὶ τὸν Καικίαν Gp.1.11.2.
2 admit the air, παραπνευσάσης τῆς σικύας Hero Spir.1 Prooemia :—Pass., ὡς μηδαμόθι -πνεῖσθαι Gal.6.577.
II have a slight smell or whiff of a thing, τινος Dsc.1.19.3.

German (Pape)

[Seite 495] (s. πνέω), daneben wehen, durch eine Nebenöffnung wehen, od. die eingeschlossene Luft auslassen, ἵνα μή τι παραπνεύσῃ ὀλίγον περ Od. 10, 24, u. einzeln bei Sp., bei denen es auch heißt »daneben nach Etwas riechen«, einen Nebengeruch haben, τινός, wovon.

French (Bailly abrégé)

s'échapper de côté, par une ouverture latérale en parlant d'air contenu dans une outre.
Étymologie: παρά, πνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πνέω erlangs waaien.

Russian (Dvoretsky)

παραπνέω: (о ветре) сбоку вырываться, тянуть, продувать (Hom.; διὰ στενοῦ παραπνέοντες ἄνεμοι Plut.).

English (Autenrieth)

aor. subj. παραπνεύσῃ: blow out by the side, breathe off, escape, Od. 10.24†.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
πνέω δίπλα ή κοντά σε κάποιον («ὁ Ἀπηλιώτης ἔχει παραπνέοντας αὐτὸν τὸν Εὖρον καὶ τὸν Καικίαν», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για τους ανέμους που περιορίστηκαν από τον Αίολο) ξεφεύγω από τα πλάγια
2. δέχομαι αέρα, εισπνέω
3. έχω ή αναδίδω ελαφρά οσμή από κάτι, αποπνέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πνέω «φυσώ»].

Greek Monotonic

παραπνέω: μέλ. πνεύσομαι, αόρ. αʹ παρα-έπνευσα· πνέω παραπλεύρως, βρίσκω παράπλευρη διέξοδο διαφυγής, λέγεται για τους ανέμους που βρίσκονται κλεισμένοι σε ασκό από τον Αίολο, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

παραπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, πνέω πλησίον ἢ παρὰ τὰ πλάγια, ἐκφεύγω πλαγίως, ἐπὶ τῶν ἀνέμων τῶν ὑπὸ τοῦ Αἰόλου περιορισθέντων, Ὀδ. Κ. 24· πνέω πλησίον ἢ παραλλήλως πρός τι, μετ’ αἰτ., Εὖρον καὶ Καικίαν Γεωπ. 1. 11, 2. 2) δέχομαι τὸν ἀέρα, εἰσπνέω, Ἥρων Πνευμ. σ. 149, κτλ. ΙΙ. ἔχω μικρὰν ὀσμὴν πράγματός τινος, τινος Διοσκ. 1. 18

Middle Liddell

fut. -πνεύσομαι aor1 παρ-έπνευσα
to blow by the side, to escape by a sideway, of the winds confined by Aeolus, Od.