παραπονιάρης

Greek Monolingual

-α, -ικο
(για πρόσ.) αυτός που παραπονείται διαρκώς, μεμψίμοιρος, κλαψιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράπονο + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κλαψιάρης)].