κλαψιάρης
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
Greek Monolingual
-άρα, -άρικο κλάψα
1. ο επιρρεπής στο να κλαίει («κλαψιάρικο μωρό»)
2. παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης.