το / παραπόρτιον, ΝΜμικρή πλάγια θύρανεοελλ.1. μικρή θύρα κοντά σε μεγάλη εξώθυρα2. μικρή κρυφή θύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πόρτα + επίθημα -ιον].