παραρθρώ

Greek Monolingual

-έω και -όω, Α
1. παθαίνω μερική εξάρθρωση
2. κάνω κάτι να εξαρθρωθεί, εξαρθρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -αρθρῶ (< -αρθρος < ἄρθρον), πρβλ. εξαρθρώ].