παραστέκω
Greek Monolingual
και παραστέκομαι
(ενεργ. και μέσ.)
1. στέκομαι κοντά σε κάποιον για να τον υπερασπίζω ή ως ακόλουθός του, είμαι παραστάτης κάποιου («τον Άριστον ο μπάρμπας δεν αφήνει / άλλον να του παρασταθεί», Ερωτόκρ.)
2. συντρέχω, βοηθώ, παρέχω συνδρομή σε κάποιον («του παραστέκει ο πατέρας του σε κάθε δύσκολη στιγμή»)
3. (αμτβ.) συμπαρίσταμαι, συμπαρευρίσκομαι («η Αγάπη παράστεκε μπροστά μου», Παλαμ.)
4. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) παραστεκάμενος, -η, -ο
α) παραστάτης, υπασπιστής
β) μτφ. βοηθός, αρωγός, επίκουρος, υποστηρικτής
γ) (με μειωτική σημ.) ακόλουθος που συνοδεύει κάποιον με τρόπο υπηρετικό, που είναι πρόθυμος να υπηρετεί με δουλοπρέπεια κάποιον (α. «ζει σαν παραστεκάμενος ενός πλουσίου» β. «όλοι αυτοί είναι παραστεκάμενοι του υπουργού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρέστηκα, παρακμ. του παρίσταμαι].